- κατάθερμος
- κατάθερμος, -ον (AM)πολύ θερμόςμσν.μτφ. πολύ ερεθισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάθερμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάθερμα — κατάθερμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά … Dictionary of Greek